κρανιοθλάστης

Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

και κρανιοθραύστης, ο
το ρόπαλο με το οποίο οι πρωτόγονοι άνθρωποι έθραυαν τα κεφάλια τών εχθρών τους ή τών θηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + -θλάστης (< θλῶ) ή θραύστης (< θραύω), πρβλ. οστεο-θλάστης, καρυο-θραύστης. Η λ. κρανιο-θραύστης μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].