η1. η ιδιότητα του κουτού, βλακεία, χαζομάρα2. απερίσκεπτη πράξη, ανοησία («ήταν κουταμάρα να πας να τον συναντήσεις»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + επίθημα -αμάρα (πρβλ. βουβ-αμάρα, σαχλ-αμάρα)].