κράντειρα
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Full diacritics: κράντειρα | Medium diacritics: κράντειρα | Low diacritics: κράντειρα | Capitals: ΚΡΑΝΤΕΙΡΑ |
Transliteration A: kránteira | Transliteration B: kranteira | Transliteration C: kranteira | Beta Code: kra/nteira |
ἡ, fem. of sq. ΙΙ, APl.4.220 (Antip.), Orph.Fr. 176.
κράντειρα, ἡ (Α)
(θηλ. του κραντήρ) αυτή που άρχει, που εξουσιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραντ-ήρ + κατάλ. -ειρα (πρβλ. σωτ-ήρ: σώτ-ειρα)].