κυστόλιθος

From LSJ
Revision as of 14:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source

Greek Monolingual

ο
βοτ. μεγάλη ενδοκυτταρική δομή που σχηματίζεται από διακλαδισμένη προβολή του τοιχώματος στον εσωτερικό χώρο του κυττάρου στην οποία αποτίθεται ανθρακικό ασβέστιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cystolith < cyst(o)- (πρβλ. κυστεο-) + lith (< λίθος)].