κυστόλιθος

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

ο
βοτ. μεγάλη ενδοκυτταρική δομή που σχηματίζεται από διακλαδισμένη προβολή του τοιχώματος στον εσωτερικό χώρο του κυττάρου στην οποία αποτίθεται ανθρακικό ασβέστιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cystolith < cyst(o)- (πρβλ. κυστεο-) + lith (< λίθος)].