κυλινδρισμός
From LSJ
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
Greek Monolingual
ο
(αυτοκ.)
1. ο όγκος που διαγράφεται κατά τη διαδρομή του εμβόλου μιας μηχανής εσωτερικής καύσης μέσα στον κύλινδρο, σε κυβικά εκατοστόμετρα
2. το άθροισμα τών κυλινδρισμών όλων τών κυλίνδρων ενός κινητήρα, αλλ., εσφ., κυβισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cylindree < γαλλ. cylindre < λατ. cylindrus < κύλινδρος.