λέκτρονδε
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
French (Bailly abrégé)
adv.
vers le lit, au lit avec mouv.
Étymologie: λέκτρον, -δε.
Greek Monolingual
λέκτρονδε (Α)
επίρρ. προς το κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέκτρον + -δε, δεικτικό εγκλιτικό μόριο, που δηλώνει εις τόπο κίνηση (πρβλ. πέδον-δε, πόλιν-δε)].
Russian (Dvoretsky)
λέκτρονδε: adv. на ложе, в постель Hom.