λέκτρονδε

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

French (Bailly abrégé)

adv.
vers le lit, au lit avec mouv.
Étymologie: λέκτρον, -δε.

Greek Monolingual

λέκτρονδε (Α)
επίρρ. προς το κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέκτρον + -δε, δεικτικό εγκλιτικό μόριο, που δηλώνει εις τόπο κίνηση (πρβλ. πέδον-δε, πόλιν-δε)].

Russian (Dvoretsky)

λέκτρονδε: adv. на ложе, в постель Hom.

German (Pape)

zum Bett, Od. 8.292.