λάγανο

From LSJ
Revision as of 14:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

το (Α λάγανον)
νεοελλ.
πρόχειρο ψωμί ψημένο σε χόβολη, σε ζεστή στάχτη, σταχτόπιτα
αρχ.
λεπτή πίτα ζυμωμένη και ψημένη με λάδι, που μπορεί να αποτελείται και από πολλά λεπτά φύλλα ζύμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγ- (πρβλ. λαγαίω) + επίθημα -ανο (πρβλ. σφάγ-ανο, τράγ-ανο)].