λάγανο

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

το (Α λάγανον)
νεοελλ.
πρόχειρο ψωμί ψημένο σε χόβολη, σε ζεστή στάχτη, σταχτόπιτα
αρχ.
λεπτή πίτα ζυμωμένη και ψημένη με λάδι, που μπορεί να αποτελείται και από πολλά λεπτά φύλλα ζύμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγ- (πρβλ. λαγαίω) + επίθημα -ανο (πρβλ. σφάγανο, τράγανο)].