λειοτριβώ

From LSJ
Revision as of 14:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

(AM λειοτριβῶ, -έω)
με την τριβή μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, ψιλοκοπανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -τριβῶ (< -τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδο-τριβώ, φαρμακο-τριβώ].