λεθρίνι

From LSJ
Revision as of 14:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek Monolingual

το
το ψάρι λυθρίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεθρίνι < λυθρίνι με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ε- από επίδραση του υγρού συμφώνου
πρβλ. θελιά < θηλιά, μελίγγι < μηλίγγι. (Για ετυμολ. βλ. λυθρίνι)].