λεονταρόπουλον
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
Greek Monolingual
λεονταρόπουλον, τὸ (Μ)
μικρό λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντάρι(ν) + υποκορ. κατάλ. -πουλον (πρβλ. λεκανό-πουλον, λεονταρό-πουλον)].