λεβητοστάσιο

From LSJ
Revision as of 14:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

το
χώρος εργοστασίου ή πλοίου στον οποίο βρίσκονται οι ατμολέβητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέβης, -ητος + -στάσιο (< -στάτης < θ. -στα- του ἵστημι), πρβλ. αμαξο-στάσιο, κλιμακο-στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. λεβητοστάσιον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].