Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεπτόστομος

From LSJ
Revision as of 14:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόστομος Medium diacritics: λεπτόστομος Low diacritics: λεπτόστομος Capitals: ΛΕΠΤΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: leptóstomos Transliteration B: leptostomos Transliteration C: leptostomos Beta Code: lepto/stomos

English (LSJ)

ον, A with small mouth, Arist.Fr.304.

German (Pape)

[Seite 31] mit kleinem Munde, Ggstz παχύστομος, Arist. bei Ath. III, 88 b.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόστομος: -ον, ἔχων μικρὸν στόμα, Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 88Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεπτόστομος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό, μικρό και στενό, στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος, κακό-στομος].

Russian (Dvoretsky)

λεπτόστομος: с маленьким ротовым отверстием (πίννη Arst.).