λεπτοϋφής

From LSJ
Revision as of 14:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοϋφής Medium diacritics: λεπτοϋφής Low diacritics: λεπτοϋφής Capitals: ΛΕΠΤΟΫΦΗΣ
Transliteration A: leptoüphḗs Transliteration B: leptouphēs Transliteration C: leptoyfis Beta Code: leptou+fh/s

English (LSJ)

[ῠ], ές, (ὑφαίνω) A finely woven, Luc.Am.41, Alciphr.3.41.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοϋφής: -ές, (ὑφαίνω) λεπτῶς ὑφασμένος, Λουκ. Ἔρωτες 41, Ἀλκίφρων 3. 41.

Greek Monolingual

-ές (Α λεπτοϋφής, -ές)
1. (για υφάσματα) υφασμένος λεπτά, λεπτοϋφασμένος, λεπτοΰφαντος
2. μτφ. λεπτοκαμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -υφής (< ὕφος), πρβλ. ευ-υφής, παρ-υφής].

Russian (Dvoretsky)

λεπτοϋφής: тонко (искусно) сотканный (ἐσθής Luc.).