λιπίδιο

From LSJ
Revision as of 14:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

το
συν. στον πληθ. τα λιπίδια
(βιοχ.) ετερογενής ομάδα άχρωμων οργανικών ενώσεων τών ζωικών και φυτικών ιστών που είναι αδιάλυτες στο νερό, αλλά διαλύονται σε οργανικούς διαλύτες, όπως είναι ο αιθέρας, η νάφθα κ.ά., και που με την ευρεία αυτή έννοια ταυτίζονται με τα λιποειδή, ενώ, σύμφωνα με άλλον ορισμό, τα λιπίδια περιλαμβάνουν μόνον τα λίπη και τα έλαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipid < λίπος.