Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Full diacritics: λοξοκέλευθος | Medium diacritics: λοξοκέλευθος | Low diacritics: λοξοκέλευθος | Capitals: ΛΟΞΟΚΕΛΕΥΘΟΣ |
Transliteration A: loxokéleuthos | Transliteration B: loxokeleuthos | Transliteration C: loksokelefthos | Beta Code: locoke/leuqos |
ον, A oblique, δρόμος Nonn.D.5.233.
λοξοκέλευθος, -ον (Α)
λοξός, πλάγιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + κέλευθος «δρόμος» (πρβλ. αιψηρο-κέλευθος, ρηξι-κέλευθος)].