λιπόλυση

From LSJ
Revision as of 14:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90

Greek Monolingual

και λυπολυσία, η
(βιοχ.-φυσιολ.) η ενζυμική υδρόλυση τών λιπών της τροφής υπό την επίδραση της παγκρεατικής και της εντερικής λιπάσης, καθώς και η κινητοποίηση τών αποθεμάτων λίπους του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. lipolysis < νεολατ. lipolysis < lip(o)- (< λίπος) + -lysis (< λύση)].