λιπόσωμα

From LSJ
Revision as of 14:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
(βιοχ.) λιπιδικό έγκλειστο, συνήθως σφαιρικό, του κυτταροπλάσματος, που αποτελεί τροφική πηγή για το κύτταρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. liposome < lip(ο)- (< λίπος) + -some (< σώμα)].