λιπόσωμα

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

το
(βιοχ.) λιπιδικό έγκλειστο, συνήθως σφαιρικό, του κυτταροπλάσματος, που αποτελεί τροφική πηγή για το κύτταρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. liposome < lip(ο)- (< λίπος) + -some (< σώμα)].