λωγάς
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Full diacritics: λωγάς | Medium diacritics: λωγάς | Low diacritics: λωγάς | Capitals: ΛΩΓΑΣ |
Transliteration A: lōgás | Transliteration B: lōgas | Transliteration C: logas | Beta Code: lwga/s |
λωγάς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πόρνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λωγάνιον και εμφανίζει επίθημα -ας, -άδος, ενώ για την παρόμοια σημασιολογική εξέλιξη, από «δέρμα» με σημ. «πόρνη», πρβλ. κασαλβάς, κασαυράς, κασωρίς, λατ. scortum. Επίσης συνδέεται με τον τ. λωγάλιοι.