μένανδρος

From LSJ
Revision as of 14:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μένανδρος Medium diacritics: μένανδρος Low diacritics: μένανδρος Capitals: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: ménandros Transliteration B: menandros Transliteration C: menandros Beta Code: me/nandros

English (LSJ)

ον, A awaiting a man, παρθένος Dionys. Trag.12.

German (Pape)

[Seite 132] den Mann erwartend oder bestehend, so nannte Dionys. im Scherz die Jungfrau, Ath. III, 98 c, ὅτι μένει τὸν ἄνδρα, sonst nur nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

μένανδρος: ἡ, ἡ μένουσα τὸν ἄνδρα, κατὰ Διονύσιον τὸν Σικελιώτην «ὃς τὴν μὲν παρθένον ἐκάλει μένανδρον, ὅτι μένει τὸν ἄνδρα, καὶ τὸν στῦλον μενεκράτην, ὅτι μένει καὶ κρατεῖ, κτλ.» παρ’ Ἀθην. 98D.

Greek Monolingual

μένανδρος, ἡ (Α)
ως επίθ. αυτή που περιμένει άνδρα («μένανδρον παρθένον», Διον. Τραγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- του μένω + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. λείψ-ανδρος, μίσ-ανδρος].