ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
λυχνοκαυτῶ και λυχνοκαυστῶ, -έω (Α)καίω λύχνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + καυτῶ (< -καυτος < καίω), πρβλ. ολο-καυτώ].