μίσανδρος
From LSJ
εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
English (LSJ)
ον, A hating men, Poll.3.48.
German (Pape)
[Seite 189] Männer hassend, Poll. 3, 48.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μίσανδρος, -ον)
αυτός που μισεί τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φίλ-ανδρος].