μελάμψωρος
From LSJ
τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)
English (LSJ)
ον, A with black spots, ἵπποι PWis.16 in Aegyptus9.244 (ii A. D.).
Greek Monolingual
μελάμψωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρες κηλίδες, μαύρα στίγματα («μελάμψωροι ἵπποι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -ψωρος (< ψώρα), πρβλ. λιμό-ψωρος].