μεσουρανίς

From LSJ
Revision as of 15:06, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

επίρρ. στο μέσον του ουρανού, μεσούραναμεσουρανίς η ολόφεγγη η Σελήνη / λαμποκοπά κι αστράφτει πέρα ώς πέρα», Γρυπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσούρανα + επιρρμ. κατάλ. -ίς (πρβλ. αποβραδ-ίς).].