μνώα

From LSJ
Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

μνῴα και μνωΐα και μνοΐα, ἡ (Α)
τάξη δούλων ή δουλοπάροικων στην Κρήτη η οποία συγκροτήθηκε με την εγκατάσταση τών Δωριέων στο νησί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δμώς, -ωός «δούλος», με τροπή του δμ- σε μν- (πρβλ. μεσόδμη: μεσόμνη)].