μορφοτροπία

From LSJ
Revision as of 15:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

η
(κρυσταλλ.) φαινόμενο το οποίο αποκαλύπτει ορισμένες αναλογίες σε μια ή περισσότερες κρυσταλλικές παραμέτρους ουσιών με διαφορετική χημική σύσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphotropie (< μορφή + -τροπία < -τρόπος < τρέπω)].