μορφοποίηση
From LSJ
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
Greek Monolingual
η
1. τεχνολ. γενικός τεχνολογικός όρος, χρησιμοποιούμενος για να εκφράσει τη διαμόρφωση και τον σχηματισμό διαφόρων αντικειμένων
2. γλωσσ. η υλοποίηση τοὺ σημασιολογικού επιπέδου στο επίπεδο του γλωσσικού σημαίνοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. formage (< forme «μορφή»). Η λ., στον λόγιο τ. μορφοποίησις, μαρτυρείται από το 1859 στον Σπ. Ζαμπέλιο].