χρονόμετρο

From LSJ
Revision as of 15:28, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65

Greek Monolingual

το, Ν
1. ωρολογιακός μηχανισμός εξαιρετικής ακριβείας για τη μέτρηση του χρόνου
2. (ναυτ.-τεχνολ.) συσκευή μετρήσεως του χρόνου, μεγάλης ακριβείας, που χρησιμοποιείται ιδίως στη ναυτιλία για τον προσδιορισμό του γεωγραφικού μήκους του πλοίου
3. τεχνολ. ο χρονογράφος
4. μουσ. ο μετρονόμος
5. ρολόγι χειρός μεγάλης ακριβείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronometer < χρόνος + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. χρονόμετρον, μαρτυρείται από το 1847 στον Αλέξ. Βενιζέλο].