χρονοσκόπιο

From LSJ
Revision as of 15:29, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source

Greek Monolingual

το, Ν
μετρολ. όργανο με το οποίο μετρούνται με ακρίβεια πάρα πολύ μικρά χρονικά διαστήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronoscope < χρόνος + -σκόπιο (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι). Η λ., στον πληθ. χρονοσκόπια, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή].