μονόχρους

From LSJ
Revision as of 15:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχρους Medium diacritics: μονόχρους Low diacritics: μονόχρους Capitals: ΜΟΝΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: monóchrous Transliteration B: monochrous Transliteration C: monochrous Beta Code: mono/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for μονόχροος.

Greek Monolingual

μονόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, ο μονόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χρους (< -χρόος < χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό-χρους, πολύ-χρους].