χρυσάφι

From LSJ
Revision as of 15:31, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. ο χρυσός
2. (κατ' επέκτ.) πλούτος («δεν θέλω παλάτια και χρυσάφια εγώ!», Καρκβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + υποκορ. κατάλ. -άφι(ον) (πρβλ. χωρ-άφι)].