Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χταπόδι

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499

Greek Monolingual

και οχταπόδι, το Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία της τάξης κεφαλόποδων μαλακίων οκτώποδα, καθώς και του γένους οκτώπους
2. φρ. «θα σέ χτυπήσω [ή θα σέ κοπανίσω] σαν χταπόδι»
i) θα σέ δείρω πολύ άσχημα
ii) μτφ. θα σού επιτεθώ πολύ σκληρά, θα σού κάνω έντονη πολεμική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -κταπόδι-ον, υποκορ. του ὀκτάπους, με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -κ- στο διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω) και σίγηση του αρκτικού άτονου φωνήεντος].