χρυσοϋφής

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοϋφής Medium diacritics: χρυσοϋφής Low diacritics: χρυσοϋφής Capitals: ΧΡΥΣΟΫΦΗΣ
Transliteration A: chrysoüphḗs Transliteration B: chrysouphēs Transliteration C: chrysoyfis Beta Code: xrusou+fh/s

English (LSJ)

[ῠ], ές, A interwoven with gold, χιτῶνες Callix.2, Hdn. 5.3.6, cf. Chares 4J.; τήβεννα Ptol.Euerg.3J.; μίτραι D.S.5.46.

German (Pape)

[Seite 1382] ές, = Vorigem; Chares bei Ath. 538 d; Hdn. 5, 3,12, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοϋφής: -ές, = τῷ προηγ., Καλλὶξ παρ’ Ἀθην. 196F, Διόδ. 5. 46· τὰ χρυσοϋφῆ Χάρης παρ’ Ἀθην. 538D.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ, και χρυσυφής και χρυσοφής Μ
ο χρυσοΰφαντος
μσν.
μτφ. (για λόγο) περίτεχνα διατυπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -υφής (< ὕφος «ύφασμα»), πρβλ. λεπτο-ϋφής].

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοϋφής: златотканный или шитый золотом (μίτρα Diod.).