χώρια

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source

Greek Monolingual

ΝΜ
επίρρ. χωριστά, ξεχωριστά
νεοελλ.
1. εκτός από («χώρια την κούραση, ξόδεψα και πολλά χρήματα»)
2. φρ. α) «χώρια τα καλοκαίρια» (με σκωπτική σημ.) λέγεται για όσους κρύβουν την ηλικία τους
β) «χώρια τα τσανάκια μας» — ζούμε ή εργαζόμαστε ή, γενικά, κάνουμε κάτι χωριστά
γ) «μαζί μιλάμε, χώρια καταλαβαίνουμε» — βλ. καταλαβαίνω
3. παροιμ. «όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια» — λέγεται για κάποιον που, ενώ παρευρίσκεται σε μια εκδήλωση, δεν συμμετέχει ενεργά σ' αυτήν ή και τήν αντιστρατεύεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χωρίς, κατά τα επιρρ. σε -α (πρβλ. αντάμα)].