χωρίστρα

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

η, Ν
1. γραμμή που διαχωρίζει τα μαλλιά σε δύο μέρη από το μέτωπο προς τα πίσω
2. συνεκδ. η κόμμωση κατά την οποία τα μαλλιά χωρίζονται σε δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωρίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. σφουγγαρίσ-τρα)].