χωρίστρα

From LSJ

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. γραμμή που διαχωρίζει τα μαλλιά σε δύο μέρη από το μέτωπο προς τα πίσω
2. συνεκδ. η κόμμωση κατά την οποία τα μαλλιά χωρίζονται σε δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωρίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. σφουγγαρίστρα)].