δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
η, Ν1. γραμμή που διαχωρίζει τα μαλλιά σε δύο μέρη από το μέτωπο προς τα πίσω2. συνεκδ. η κόμμωση κατά την οποία τα μαλλιά χωρίζονται σε δύο μέρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χωρίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. σφουγγαρίστρα)].