ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father
ο / ψαλμωδός, ΝΜΑσυνθέτης ψαλμών, υμνογράφοςνεοελλ.άτομο που ψάλλει εκκλησιαστικούς ύμνους, ψάλτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλμός + -ωδός (< ὠδή) πρβλ. τραγ-ωδός].