Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
-α, -ικο, Ν
1. (για πρόσ.) γεμάτος ψείρες, ψειρής
2. μτφ. βρομιάρης
3. το ουδ. ως ουσ. το ψειριάρικο
βοτ. το ψειροβότανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψείρα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. φουκαρ-ιάρης)].