Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψειριάρης

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
1. (για πρόσ.) γεμάτος ψείρες, ψειρής
2. μτφ. βρομιάρης
3. το ουδ. ως ουσ. το ψειριάρικο
βοτ. το ψειροβότανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψείρα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. φουκαρ-ιάρης)].