-α, -ικο, Ν1. (για πρόσ.) γεμάτος ψείρες, ψειρής2. μτφ. βρομιάρης3. το ουδ. ως ουσ. το ψειριάρικοβοτ. το ψειροβότανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψείρα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. φουκαρ-ιάρης)].