τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
ὁ, Ααυτός που δένει, που συγκολλά τις ψηφίδες μεταξύ τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -δέτης (< δέω), πρβλ. λαιμο-δέτης.