ἑστιατήριον

From LSJ
Revision as of 16:04, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑστιᾱτήριον Medium diacritics: ἑστιατήριον Low diacritics: εστιατήριον Capitals: ΕΣΤΙΑΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: hestiatḗrion Transliteration B: hestiatērion Transliteration C: estiatirion Beta Code: e(stiath/rion

English (LSJ)

τό, A banqueting-hall, Rev. Épigr.1.239 (Naples, ii A. D.), Philostr.VS2.23.

German (Pape)

[Seite 1044] τό, der Speisesaal, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἑστιᾱτήριον: τό, δειπνητήριον, ἐν ᾧ ἐγίνοντο αἱ ἑστιάσεις, Φιλόστρ. 605.

Greek Monolingual

ἑστιατήριον, τὸ (Α)
τόπος καθορισμένος για να γίνονται οι εστιάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του εστιατόριον αναλογικώς προς τα ουσ. σε -τήριον (πρβλ. εργασ-τήριον)].