ἡμικόριον

From LSJ
Revision as of 16:09, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμικόριον Medium diacritics: ἡμικόριον Low diacritics: ημικόριον Capitals: ΗΜΙΚΟΡΙΟΝ
Transliteration A: hēmikórion Transliteration B: hēmikorion Transliteration C: imikorion Beta Code: h(miko/rion

English (LSJ)

τό, A half-κόρος, a dry measure, Hsch. (-κόλλιον cod.):—also ἡμί-κορος, ὁ, Aq., Sm., Thd.Ho.3.2.

German (Pape)

[Seite 1168] τό, ein halber κόρος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμικόριον: τό, ἥμισυς κόρος, μέτρον ξηρῶν, Ἡσύχ. (κοινῶς -κόλλιον).

Greek Monolingual

ἡμικόριον, τὸ (Α)
μισός κόρος, μέτρο ξηρών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κόρ-ιον (< θ. κορ- του κόρος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδ-ίον)].