Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
Full diacritics: ἱλαρύνω | Medium diacritics: ἱλαρύνω | Low diacritics: ιλαρύνω | Capitals: ΙΛΑΡΥΝΩ |
Transliteration A: hilarýnō | Transliteration B: hilarynō | Transliteration C: ilaryno | Beta Code: i(laru/nw |
v. ἱλαρόω.
(Α ἱλαρύνω). 1. κάνω κάποιον ιλαρό, φαιδρύνω, χαροποιώ
2. μέσ. ιλαρύνομαι
χαίρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + κατάλ. -ύνω (πρβλ. απαλ-ύνω, φαιδρ-ύνω)].