ὠμόθυμος
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
English (LSJ)
ον, A savage-hearted, S.Aj.885 (lyr.), Ph.2.15, al.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμόθῡμος: -ον, ὁ ἔχων ἀγρίαν ψυχήν, Σοφ. Αἴ. 885, Φίλων 2. 15, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cœur dur ou cruel.
Étymologie: ὠμός, θυμός.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σκληρή ψυχή, άσπλαγχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + θυμός (πρβλ. μεγαλό-θυμος)].
Russian (Dvoretsky)
ὠμόθῡμος: жестоконравный, суровый Soph.