ᾠδάριον
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of ᾠδή, Arr.Epict.3.23.21, Longin.41.2, Petron.53.
German (Pape)
[Seite 1407] τό, dim. von ᾠδή, kleine Ode, Liedchen.
Greek (Liddell-Scott)
ᾠδάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ ᾠδή, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 23, 21, Λογγῖν. 41. 2.
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. τ. του ᾠδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠδή + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. ᾠ-άριον)].