εύειλος
From LSJ
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
εὔειλος, -ον (Α)
ευήλιος, προσήλιος, ηλιόλουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ειλος (< είλη «ηλιακή θερμότητα»), πρβλ. άειλος, πρόσειλος).