εργόχειρο
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Greek Monolingual
το (AM ἐργόχειρον)
1. υφαντό, πλεχτό κ.λπ., φτιαγμένο στο χέρι, όχι με μηχανή, χειροτέχνημα
2. χειρωνακτική εργασία μοναχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + χειρός (< χειρ «χέρι»)
πρβλ. ιδιόχειρος, πρόχειρος κ.λπ.].