ηγετικός

From LSJ
Revision as of 17:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηγέτη ή στην ηγεσία
2. αυτός που προσιδιάζει, που αρμόζει σε ηγέτη ή που έχει προσόντα και ιδιότητες ηγέτη.
επίρρ...
ηγετικά και -ώς
με τρόπο που αρμόζει σε ηγέτη, με τρόπο ηγετικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγέτης + κατάλ. -ικός (πρβλ. ευεργετικός, υπηρετικός). Η λ. στο θηλ. ηγετική (τάξις εν τῃ κοινωνίᾳ] μαρτυρείται από το 1889 στον Χρήστο Δ. Παπαδόπουλο].